- χημεία
- Η επιστήμη που μελετά τη σύσταση των ουσιών, τις αντιδράσεις τους και την παρασκευή τους. Παρότι ο ορισμός αυτός είναι ελλιπής ως προς τους σκοπούς της χ. είναι αρκετά πρόσφατος και απαιτήθηκαν αιώνες για να συμπληρωθεί.
Η πολυπλοκότητα των χημικών φαινομένων, η δυσκολία παρακολούθησης των αντιδράσεων, οι συχνά θεαματικοί μετασχηματισμοί, που προκύπτουν από αυτές, διευκόλυναν κατά καιρούς τη δημιουργία και την παγίωση εσφαλμένων ιδεών, που οφείλονταν στην προσπάθεια να ερμηνευτούν τα φαινόμενα που παρατηρούνται χωρίς να είναι γνωστή η φύση τους. Έτσι επικράτησαν για μεγάλα διαστήματα μαγικές ή μεταφυσικές ερμηνείες, χωρίς να βασίζονται σε πειραματικά δεδομένα. Πολλοί μεγάλοι φιλόσοφοι της αρχαιότητας ασχολήθηκαν με μελέτες για τη φύση της ύλης και προσπάθησαν να εξηγήσουν τους μετασχηματισμούς της με ορθολογικά σχήματα, αφού βασίστηκαν σε ελάχιστα πραγματικά δεδομένα ή σε υποθετικές θεωρίες. Ο Αριστοτέλης, άριστος παρατηρητής πολλών φυσικών φαινομένων, διατύπωσε μια χημική θεωρία με 4 κύρια στοιχεία (γη, νερό, αέρα, φωτιά), που διακρίνονται βασικά όχι όμως τόσο από τη χημική φύση τους –άγνωστη εξάλλου– όσο από μερικούς εξωτερικούς χαρακτήρες. Έτσι, έτεινε να καθιερωθεί η σταθερή αντίληψη ότι η φύση ενός σώματος εξαρτάται από τους εξωτερικούς χαρακτήρες του και έδιναν φιλοσοφικό βάθος στις προσπάθειες να μετασχηματιστούν τα μέταλλα σε χρυσό (η έκφραση βαφή των μετάλλων δείχνει ότι επεδίωκαν να επιτύχουν μερικά εξωτερικά γνωρίσματα τα οποία, όπως νόμιζαν, χαρακτήριζαν τον χρυσό).
Η χ. ως θεωρία γεννήθηκε πολύ αργότερα. Επί χιλιετίες –από τότε που οι άνθρωποι ανακάλυψαν και χρησιμοποίησαν τις πρώτες χημικές μεθόδους, όπως το ψήσιμο στην κεραμεική, στη μεταλλουργία, στην κατασκευή του γυαλιού, διάφορες ζυμώσεις (αλκοολική, οξική) και επεξεργασίες (τυροκομία, βυρσοδεψία κλπ.)– γινόταν συστηματική συσσώρευση πρακτικών γνώσεων, οι οποίες όμως δεν προχώρησαν σε θεωρητικές γενικεύσεις. Οι αντιλήψεις αυτές δεν επαληθεύονταν από τα γεγονότα και συχνά ήταν αντίθετες με αυτά.
Η αρχή μιας βαθύτερης μελέτης των σχέσεων μεταξύ των πρακτικών δραστηριοτήτων, που χρησιμοποιούσαν χημικές μεθόδους, και των γενικών θεωρητικών αρχών, μπορεί να τοποθετηθεί στον 15o αι. και οφείλεται κυρίως στη μεγάλη ανάπτυξη της μεταλλουργίας. Η ανακάλυψη της τυπογραφίας ευνόησε εξάλλου την ευρεία διάδοση των θεωρητικών – πρακτικών μελετών, γνωστότερες από τις οποίες είναι του Γερμανού γιατρού Γκεόργκ Μπάουερ, του γνωστού ως Αγρικόλα, και του Μπιρινγκούντσιο, που αφορούσαν τη μελέτη των ορυκτών και τις γνώσεις επί των μετάλλων.
Με το ανανεωτικό πνεύμα της Αναγέννησης συνδέεται το έργο του Παράκελσου, θεμελιωτή της ιατροχημείας (χ. των θεραπευτικών ουσιών). Η παρασκευή φαρμακευτικών ουσιών και η σύνδεση της χ. με την ιατρική είχε ως αποτέλεσμα να ασχοληθούν δημιουργικά με τα χημικά προβλήματα άτομα ανώτερης μόρφωσης, αν και οι θεωρητικές βάσεις της ιατροχημείας εκείνης της εποχής ήταν, κατά μεγάλο μέρος λανθασμένες.
Πέρασε περίπου ένας αιώνας, ώσπου τα χημικά προβλήματα να αποκτήσουν σαφή επιστημονική και πειραματική διατύπωση, κυρίως χάρη στις εργασίες του Μπόιλ και χρειάστηκε άλλος ένας για να μπουν στερεά οι βάσεις της σύγχρονης επιστήμης. Ο Μπόιλ έκανε τη χ. αυτόνομη επιστήμη καθορίζοντας σαφώς τους σκοπούς της και ιδιαίτερα την έρευνα για τη σύνθεση των ουσιών με βάση την πειραματική μέθοδο.
Η θεωρία περί «φλογιστού». To 17o και 18o αι. πραγματοποιήθηκαν έρευνες σε μεγάλη κλίμακα και με ενδιαφέροντα αποτελέσματα στη χ. των αερίων και των ανόργανων ουσιών, αν και στον θεωρητικό τομέα τα αποτελέσματα δεν υπήρξαν εξίσου σημαντικά, επειδή τότε ήταν γενικά παραδεκτή η θεωρία περί του φλογιστού. Η άποψη π.χ. ότι τα μέταλλα δεν είναι στοιχεία, αλλά ενώσεις της μεταλλικής γης (οξείδιο) με το φλογιστόν, καθυστέρησε την κατανόηση του φαινομένου της οξείδωσης. Παρά τους περιορισμούς αυτής της θεωρίας, οι οπαδοί της, όπως ο Μπλακ, ο Κάβεντις, ο Σέελε, ο Πρίστλεϊ, έδωσαν με τις εργασίες τους μια αποφασιστική συμβολή: την πρώτη σημαντική σειρά ποσοτικών παρατηρήσεων για το διοξείδιο του άνθρακα και για την καύση, την ανακάλυψη της φύσης του αέρα και ότι αποτελείται από οξυγόνο και άζωτο σε ορισμένες αναλογίες, την παρασκευή του οξυγόνου, του υδρογόνου και του χλωρίου, την ανακάλυψη της σύστασης του νερού. Οι σοβαρές αυτές κατακτήσεις υπήρξαν η σταθερή προσφορά των ερευνητών στην επιστήμη της φλογιστικής περιόδου.
Το ενδιαφέρον των χημικών περιστρεφόταν τότε προς την ποιοτική πλευρά των φαινομένων, η οποία εμπόδιζε να υπολογιστεί ορθά το γεγονός –γνωστό από την εποχή του Μπόιλ και θεαματικά παρουσιασμένο σε μια σειρά ερευνών του Τζον Μέιου (1645-79)– ότι το προϊόν από την πύρωση των μετάλλων είναι βαρύτερο από το μέταλλο που χρησιμοποιήθηκε. Το χάσμα αυτό έδειξε την αδυναμία της θεωρίας και υπήρξε η αιτία της εγκατάλειψής της· ωστόσο η θεωρία περί του φλογιστού είχε μεγάλη σημασία, γιατί τοποθέτησε σε ενιαίο πλαίσιο τα φαινόμενα της οξείδωσης και της αναγωγής· τα πρώτα εξηγήθηκαν ως απώλεια του φλογιστού, τα δεύτερα ως απόκτηση του φλογιστού.
Η εργασία του Λαβουαζιέ κλείνει την περίοδο της θεωρίας του φλογιστού και ανοίγει την εποχή της σύγχρονης χ. Ο Λαβουαζιέ αποσαφήνισε γενικά τα φαινόμενα της οξείδωσης και της καύσης καθιέρωσε τη συστηματική μέτρηση των ποσοτήτων με τον ζυγό και έφτασε στη διατύπωση του θεμελιώδους νόμου της χ., του νόμου διατήρησης της μάζας.
Η ατομική θεωρία. Η επεξεργασία της ατομικής και μοριακής θεωρίας, η τελειοποίηση της τεχνικής των αναλύσεων, ο ακριβής προσδιορισμός των αναλογιών μιας σύνθεσης και του ατομικού βάρους των στοιχείων αποτέλεσαν τις βάσεις στις οποίες οικοδομήθηκε, τον περασμένο αιώνα, η σύγχρονη χ. Η κατάταξη των στοιχείων σε ομάδες με βάση το ατομικό βάρος και τη χημική συμπεριφορά τους ολοκληρώθηκε στο περιοδικό σύστημα του Μεντελέγεβ, που έδωσε μια συστηματική θεωρητική ενότητα σε σποραδικές γνώσεις.
Η βαθμιαία επέκταση των γνώσεων και η τελειοποίηση τεχνικών μεθόδων έρευνας οδήγησαν στην υποδιαίρεση της χ. σε διάφορους κλάδους, πάντοτε περισσότερο εξειδικευμένους, μερικοί από τους οποίους (π.χ. η βιοχημεία) αποτελούν σήμερα αυτοτελείς επιστήμες, με μεθόδους που προσαρμόστηκαν στη φύση των προβλημάτων τους.
Η γενική χ. μελετά τους θεμελιώδεις νόμους που ρυθμίζουν τα χημικά φαινόμενα (χημική ισορροπία) και χρησιμοποιεί στα πειράματά της περισσότερο φυσικο - χημικές μεθόδους, που την ταυτίζουν με τη φυσικοχημεία.
Η αναλυτική χ. υπήρξε για μεγάλο διάστημα το βασικό μέρος της χ. και κατέχει σήμερα σημαντικότατη θέση στην έρευνα. Η γνώση της σύνθεσης των σωμάτων είναι πραγματικά ουσιώδης για την κατάταξή τους και για κάθε επιπλέον ενέργεια επ’ αυτών· γι’ αυτό η ανάλυση μπορεί να θεωρηθεί ο πρόλογος οποιασδήποτε χημικής εργασίας. Στα τελευταία χρόνια, η αναλυτική χ. πλουτίστηκε με τελειοποιημένη τεχνική η οποία της έδωσε τη δυνατότητα από την απλή ανάλυση της σύστασης των σωμάτων να περάσει στη μελέτη της σύνθεσης και της δομής τους. Παράλληλα με την κλασική αναλυτική χημεία αναπτύχθηκε και η δομική ανάλυση, που έχει μεγάλη σημασία κυρίως για την οργανική χ.
Συστηματική χ. Από περιγραφική άποψη, οι χημικές ενώσεις υποδιαιρούνται σε οργανικές και ανόργανες, τις οποίες μελετά αντίστοιχα η οργανική και η ανόργανος χ. Αρχικά επικρατούσε η άποψη ότι οι οργανικές ενώσεις βρίσκονται αποκλειστικά στους ζώντες οργανισμούς και ότι είναι αδύνατη η παρασκευή τους στο εργαστήριο. Η σύνθεση της ουρίας από τον Βέλερ (1828) κατήργησε αυτό το κριτήριο διάκρισης και σήμερα ως οργανική χ. θεωρούμε τον κλάδο που μελετά την πληθώρα των ενώσεων του άνθρακα. Από την αρχική διάκριση παραμένουν ακόμα μερικές εξαιρέσεις, όπως π.χ. το οξείδιο, το διοξείδιο του άνθρακα και τα καρβίδια, τις οποίες μελετά από παράδοση η οργανική χ., ενώ η υδροξυλαμίνη, αν και δεν περιέχει άνθρακα, θεωρείται οργανική ένωση. Ο τεράστιος αριθμός των ενώσεων του άνθρακα επέβαλε αρκετά γρήγορα την πρακτική ανάγκη μιας ταξινόμησής τους. Μια πρώτη μεγάλη υποδιαίρεση των οργανικών ενώσεων μπορεί να πραγματοποιηθεί με βάση τη θεμελιώδη δομή των ατόμων του άνθρακα. Διακρίνονται: α) οι αλειφατικές ενώσεις (με ανοιχτή άλυσο ή κυκλικές)· β) οι αρωματικές ενώσεις που χαρακτηρίζονται από την παρουσία του βενζολικού δακτυλίου· και γ) οι ετεροκυκλικές ενώσεις, που χαρακτηρίζονται από την παρουσία δακτυλίων με ένα ή περισσότερα άτομα στοιχείων εκτός από τον άνθρακα. Με βάση την ύπαρξη μόνο απλών δεσμών μεταξύ των ατόμων του άνθρακα ή την ύπαρξη διπλών ή τριπλών δεσμών, οι ενώσεις διακρίνονται σε κεκορεσμένες ή ακόρεστες. Η παρουσία στο μόριο μιας ή περισσότερων χαρακτηριστικών ομάδων, που ονομάζονται λειτουργικές, προσδιορίζει τη συμπεριφορά των ενώσεων και επιτρέπει την κατάταξή τους στη μία ή στην άλλη ομάδα. Οι πλέον ενδιαφέρουσες λειτουργικές ομάδες είναι η αλκοολική ομάδα, η αλδεϋδική ομάδα, η κετονική ομάδα, η καρβοξυλική ομάδα ή όξινος, η αιθερική ομάδα και η εστερική, η αμινική ομάδα, η αμιδική ομάδα, η νιτριλική ομάδα και άλλες αζωτούχες, θειούχες ομάδες (μερκαπτάνες, θειοαιθέρες, δισουλφίδια, σουλφόνες, σουλφοξείδια).
Η θεωρητική μελέτη της οργανικής χ. επέφερε πολλές υποδιαιρέσεις και δημιούργησε τους αντίστοιχους κλάδους, όπως τη χ. των χρωστικών ουσιών, των εκρηκτικών υλών, των μακρομοριακών ενώσεων κλπ.
Από τις τελευταίες εξελίξεις της χ. μεγάλο θεωρητικό και πρακτικό ενδιαφέρον απέκτησαν η ηλεκτροχημεία, η πετροχημεία, η χ. των πολυμερών και των μακρομοριακών ενώσεων· πρόσφατος είναι ο κλάδος της ραδιοχημείας, η οποία εφαρμόζεται σε σημαντικούς παραγωγικούς και επιστημονικούς τομείς.
ονοματολογία της χ. Η χ. χρησιμοποιεί ένα ευρύτατο λεξιλόγιο, που της παρέχει τη δυνατότητα να χαρακτηρίζει με ομοιόμορφο τρόπο τις διάφορες χημικές ενώσεις. Στην πραγματικότητα όμως δεν ισχύει μια ιδανική ονοματολογία, στην οποία σε κάθε ονομασία θα αντιστοιχούσε μια μόνο ένωση και κάθε ένωση θα δηλωνόταν με μία μόνο ονομασία: παρά τις προσπάθειες που καταβλήθηκαν έως το τέλος του περασμένου αιώνα, για να καθιερωθεί διεθνώς ένα ενιαίο χημικό λεξιλόγιο, αυτό δεν ολοκληρώθηκε και ισχύουν ακόμα, ιδιαίτερα για τις πιο κοινές ενώσεις, παλαιές πατροπαράδοτες ονομασίες, οι οποίες ανάγονται συχνά στην αρχαιότητα ή στην αλχημιστική παράδοση (π.χ. το βιτριόλι για να προσδιοριστούν μερικές ενώσεις του θείου, κυανούν βιτριόλι για τον θειικό χαλκό, γαλαζόπετρα κλπ.). Για τις οργανικές ενώσεις χρησιμοποιούνται ακόμα από συνήθεια οι παλιές ονομασίες, με καταλήξεις αντίθετες προς τις διεθνείς συμφωνίες· λέμε π.χ. βενζόλιο, τολουόλιο, ξυλόλιο (ή βενζόλη, τολουόλη, ξυλόλη) αν και αναφερόμαστε σε υδρογονάνθρακες, για τους οποίους οι ορθές ονομασίες είναι βενζένιο, τολουένιο, ξυλένιο, με την κατάληξη -ένιο.
Κάθε χημική ονοματολογία προϋποθέτει μια θεωρία για τη σύνθεση και τη δομή των ενώσεων και για τις πιθανές αναλογίες της. Αυτό ισχύει και για τις παλειές ονοματολογίες (π.χ. ονομασίες όπως δισανθρακικό, δισθειικό, οι οποίες χρησιμοποιούνται ακόμα για το όξινο ανθρακικό και το όξινο θειικό, προέρχονται από τη δυαδική ονοματολογία). Το ίδιο συμβαίνει, αλλά σε μεγαλύτερο βαθμό, και στις πλέον πρόσφατες ονοματολογίες, που βασίζονται στη γνώση της δομής των ενώσεων.
Για τις ανόργανες ενώσεις, η ονοματολογία γίνεται απλούστερη και βασίζεται ουσιαστικά στο σθένος. Σε γενικές γραμμές τα κριτήρια που ισχύουν είναι τα ακόλουθα: α) για τις ενώσεις με δύο στοιχεία (διμερείς ενώσεις) η ονομασία του περισσότερο ηλεκτροθετικού στοιχείου θα έπρεπε να ακολουθείται από την ονομασία του άλλου στο οποίο προστίθεται η κατάληξη -ούχο (π.χ. NaCl, νάτριο χλωριούχο, CaBr2 ασβέστιο βρωμιούχο), αλλά στην τρέχουσα πρακτική είναι περισσότερο διαδεδομένοι οι τύποι χλωριούχο νάτριο, βρωμιούχο ασβέστιο κλπ. Όταν δύο στοιχεία σχηματίζουν ενώσεις, στις οποίες το περισσότερο ηλεκτροθετικό στοιχείο εμφανίζει διαφορετικά σθένη, προστίθενται οι καταλήξεις ο για το χαμηλότερο σθένος και ι για το υψηλότερο (π.χ. FeCl3 σιδηροχλωριούχος, που ονομάζεται κοινότερα χλωριούχος υποσίδηρος, FeCl3 σιδηροχλωριούχος, κοινότερα χλωριούχος σίδηρος). Οι διμερείς ενώσεις με οξυγόνο διακρίνονται σε οξείδια και ανυδρίτες· αν το μέταλλο ή το μεταλλοειδές αντιστοιχεί στο χαμηλότερο σθένος χρησιμοποιείται, και για τις δύο περιπτώσεις, η κατάληξη ο, ενώ στο μεγαλύτερο η κατάληξη ι. Για τα οξείδια χρησιμοποιείται ο χαρακτηρισμός οξείδιο και το πρόθεμα δι- που υποδηλώνουν αντίστοιχα τους λόγους 2/3 και 1/2 μεταξύ των ατόμων του μετάλλου και του οξυγόνου (π.χ. Fe2O3 οξείδιο του σιδήρου, MnO2 διοξείδιο του μαγγανίου). Αν τα σθένη είναι περισσότερα των δύο, όπως συμβαίνει για τα μεταλλοειδή, κατά τον σχηματισμό των ανυδριτών εισάγονται και τα προθέματα υπό- και υπέρ-, για να δειχτεί αντίστοιχα το χαμηλότερο και το υψηλότερο σθένος (π.χ. Cl2O2 υποχλωριώδης ανυδρίτης, Cl2O3 υπερχλωρικός ανυδρίτης). Στα οξυγονούχα οξέα δίνονται τα προθέματα και οι καταλήξεις των ανυδριτών. Τα οξέα που δεν περιέχουν οξυγόνο (υδρογονοξέα) παίρνουν την κατάληξη -κό (π.χ. υδροχλωρικό οξύ), ενώ τα άλατά τους την κατάληξη -ούχο (π.χ. CaCl2 ασβεστιοχλωριούχο ή χλωριούχο ασβέστιο).
Άλλοι κανόνες ονοματολογίας αφορούν την περίπτωση σχηματισμού περισσότερων οξέων από τον ίδιο ανυδρίτη· τα προθέματα μετά-, πυρο- και ορθο- υποδηλώνουν τα οξέα που σχηματίζονται με ποσότητες νερού που αυξάνονται (π.χ. ΗΡΟ3 μεταφωσφορικό οξύ, Η4Ρ2Ο7 πυροφωσφορικό, Η3ΡΟ4 ορθοφωσφορικό οξύ). Οι βάσεις που προέρχονται από τα οξείδια ονομάζονται υδροξείδια (π.χ. Ca[OH]2 υδροξείδιο του ασβεστίου ή ασβεστιο-υδροξείδιο).
Για τις οργανικές ενώσεις, στο συνέδριο της Γενεύης του 1892 συμφωνήθηκε ότι βάση της ονοματολογίας θα είναι οι υδρογονάνθρακες και ότι οι άλλες ενώσεις θα θεωρούνται παράγωγά τους. Oι ονομασίες των κεκορεσμένων υδρογονανθράκων διακρίνονται από την κατάληξη -άνιο· οι πρώτες 4 σειρές έχουν εμπειρικές ονομασίες (μεθάνιο, αιθάνιο, προπάνιο, βουτάνιο), ενώ οι άλλες έχουν τον αριθμό των ατόμων του άνθρακα (πεντάνιο, εξάνιο, επτάνιο κλπ.). H ονομασία των υδρογονανθράκων με ένα διπλό δεσμό καταλήγει σε -ένιο, με δύο διπλούς δεσμούς σε -διένιο, με ένα ή δύο τριπλούς δεσμούς σε -ίνιο και -διίνιο, με ένα διπλό και ένα τριπλό δεσμό σε -ενίνιο. Οι υδρογονάνθρακες με αλυσίδα που διακλαδίζεται θεωρούνται ότι προέρχονται από τον αντίστοιχο υδρογονάνθρακα με τη μικρότερη αλυσίδα, όπου οι θέσεις των ατόμων του άνθρακα, με τα οποία είναι ενωμένη μία ρίζα, σημειώνονται με αριθμούς. Οι κυκλικοί υδρογονάνθρακες έχουν την ίδια ονομασία με τον αντίστοιχο αλειφατικό, με προσθήκη όμως του προθέματος κυκλο- ενώ οι αρωματικοί παίρνουν την κατάληξη -ένιο. Οι ρίζες των κεκορεσμένων υδρογονανθράκων διακρίνονται από την κατάληξη -ύλιο για τους μονοσθενείς και αρωματικούς, -υλιδένιο για τους δισθενείς, -υλιδίνιο για τους τρισθενείς. Οι ρίζες των ακόρεστων υδρογονανθράκων διακρίνονται από τις καταλήξεις -ενύλιο, -ινύλιο, -διενύλιο. Η κατάληξη -όλη, -διόλη και -τριόλη δίνεται στις αλκοόλες και φαινόλες που περιέχουν αντίστοιχα ένα, δύο ή τρία υδροξύλια. Στις αλδεΰδες δίνεται η κατάληξη -άλλη, στις κετόνες -όνη, στα οξέα -ικό. Στις ονομασίες των ετεροκυκλικών ενώσεων μπαίνουν τα προθέματα οξα-, θεια- και αζω- που υποδηλώνουν την παρουσία στον δακτύλιο του οξυγόνου, του θείου και του αζώτου. Πολυπλοκότερη είναι η ονοματολογία των ενώσεων με δύο ή περισσότερες δραστικές ομάδες· γενικά η κατάληξη -όζη υποδηλώνει τους υδατάνθρακες, η -ινη τους γλυκοζίτες και -αση τα ένζυμα.
χημικά σύμβολα. Ένα ή δύο γράμματα παριστάνουν ένα στοιχείο στην απλούστερη μορφή του, την ατομική. Αν τα μόρια ενός στοιχείου αποτελούνται από δύο ή περισσότερα άτομα, η συνεπτυγμένη παράστασή τους θα δοθεί από τον χημικό τύπο. Για στοιχεία με μονοατομικό μόριο, το σύμβολο και ο τύπος συμπίπτουν όπως στο στοιχείο ήλιο (He). Στα πολυατομικά μόρια ο τύπος διαφέρει από το σύμβολο κατά ένα δείκτη του αριθμού των ατόμων που αποτελούν το μόριο· π.χ. το οξυγόνο έχει σύμβολο Ο και τύπο Ο2, επειδή το μόριό του είναι διατομικό, όπως και το χλώριο Cl έχει τύπο Cl2.
Το σύμβολο των στοιχείων είναι το πρώτο γράμμα της λατινικής τους ονομασίας· αν περισσότερα στοιχεία αρχίζουν με το ίδιο γράμμα, ακολουθεί ένα δεύτερο ενδεικτικό γράμμα, π.χ. S (sulfur) θείο· Sn (stannum) κασσίτερος· Si (silex) πυρίτιο· Sb (stibium) αντιμόνιο. Περισσότερα σύμβολα γραμμένα το χημείαένα δίπλα στο άλλο δίνουν ένα χημικό τύπο, π.χ. NaCl (χλωριούχο νάτριο). Στους χημικούς τύπους, το σύμβολο έχει ποσοτική σημασία, γιατί υποδηλώνει πόσα άτομα του στοιχείου περιέχονται στο μόριο.
χημική συγγένεια. Η εκλεκτική τάση που έχουν τα διάφορα χημικά στοιχεία να ενώνονται μεταξύ τους για να σχηματίσουν χημικές ενώσεις. Π.χ., η ένωση του υδρογόνου (Η2) με οξυγόνο (Ο), οπότε σχηματίζεται νερό, οφείλεται στη χημική συγγένεια που υπάρχει μεταξύ τους. Ο βαθμός της χημικής συγγένειας ποικίλλει ανάμεσα στα διάφορα στοιχεία. Και είναι τόσο μεγαλύτερος, όσο πιο διαφορετικό χημικό χαρακτήρα παρουσιάζουν τα στοιχεία μεταξύ τους. Π.χ. η χημική συγγένεια μεταξύ νατρίου (Na) και φθορίου (F) είναι πολύ μεγάλη, γιατί και τα δύο είναι στοιχεία που έχουν διαφορετικό χημικό χαρακτήρα. Η χημική όμως συγγένεια μεταξύ φθίου (F) και χλωρίου (Cl) είναι κατά πολύ μικρότερη, επειδή το φθόριο και το χλώριο είναι στοιχεία με όμοιο χημικό χαρακτήρα. Την εκδήλωση της χημικής συγγένειας ανάμεσα στα διάφορα στοιχεία την υποβοηθούν ορισμένοι εξωτερικοί παράγοντες – θερμότητα, πίεση, παρουσία άλλων σωμάτων (καταλύτες), φως, ηλεκτρισμός και γενικά διάφορες μορφές ενέργειας. Μπορεί όμως οι ίδιοι αυτοί παράγοντες να αντιταχθούν στη χημική συγγένεια ορισμένων στοιχείων και να προκαλέσουν ακόμα και την αποσύνθεση μιας χημικής ένωσης (τον αποχωρισμό δηλ. των συστατικών της).
Η χημική συγγένεια οφείλεται σε δυνάμεις των ατόμων και των μορίων, οι οποίες δρουν ιδίως όταν τα άτομα και τα μόρια βρίσκονται σε μικρή απόσταση μεταξύ τους. Γι’ αυτό, η χημική συγγένεια εκδηλώνεται μεταξύ των διαφόρων σωμάτων κυρίως όταν αυτά βρίσκονται σε αέρια ή σε υγρή κατάσταση.
Xημικοί σε φαρμακευτικό εργαστήριο (φωτ. ΑΠΕ).
XHMIKH ΟΝΟΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΙΣΟΜΕΡΩΝ ΤΟΥ ΕΠΤΑΝΙΟΥ
Η ονοματολογία της χημείας υποδηλώνει με ξεχωριστά ονόματα τις ενώσεις που έχουν τον ίδιο γενικό τύπο (C7H16), αλλά διαφορετική δομή και συνεπώς διαφορετικές ιδιότητες. Το επιστημονικό όνομα μιας ένωσης μας επιτρέπει να αντιληφτούμε τη δομή της.
Aναπαράσταση του εργοστηρίου του Λαβουαζιέ.
Η χημεία προέρχεται από την εξέλιξη της αλχημείας, απαλλαγμένης από το μαγικό και μεταφυσικό χαρακτήρα της. Ο πίνακας αυτός του 15oυ αιώνα είναι έργο του Ιταλού ζωγράφου Τζ. Στραντάνο και εικονίζει ένα εργαστήρι αλχημιστών. Βρίσκεται στο διαμέρισμα του Φραντσέσκο των Μεδίκων στο παλιό ανάκτορο της Φλωρεντίας.
Ο 18ος αιώνας αποτελεί σταθμό στην ανάπτυξη της χημείας. Εγκαταλείπεται η θεωρία του φλογιστού και εισάγεται η συστηματική χρήση των ποσοτικών μεθόδων? από τότε τα όργανα μετρήσεως εξελίσσονται ταχύτατα. Στη φωτογραφία, σύγχρονο χημικό εργοστάσιο.
* * *η, ΝΜΑ, και χημία ΜΑ, και χυμεία Μνεοελλ.1. χημ. κλάδος τών φυσικών επιστημών που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη τής ατομικής και μοριακής σύστασης τής ύλης, καθώς και τών αλληλεπιδράσεων τών συστατικών της (α. «γενική χημεία» β. «φαρμακευτική χημεία» γ. «χημεία τών πολυμερών» δ. «αναλυτική χημεία»)2. φρ. α) «ανόργανη χημεία»χημ. κλάδος τής χημείας που μελετά όλα τα χημικά στοιχεία και τις ενώσεις τους, εκτός από τις ενώσεις τού άνθρακα, από τις οποίες εξετάζει μόνο τα καρβίδια και μερικές άλλες απλές ενώσειςβ) «οργανική χημεία» — βλ. οργανικόςγ) «χημείο τροφίμων»χημ. χημικός κλάδος που μελετά τη σύσταση, την παραγωγή και τις ιδιότητες τών τροφίμων, τους τρόπους συντήρησής τους, τις μεταβολές ή τις αλλοιώσεις που αυτά υφίστανται και αναπτύσσει μεθόδους και τεχνικές για τον έλεγχο και την αποτροπή τών αλλοιώσεων και τής νόθευσής τουςμσν.η αλχημείαμσν.-αρχ.η τέχνη τής κατεργασίας και μετατροπής τών μετάλλων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. ονομ. τής τέχνης τής επεξεργασίας τών μετάλλων, για την οποία έχουν διατυπωθεί δύο κύριες ερμηνείες. Σύμφωνα με την πρώτη, η λ. συνδέεται με τον τ. Χημία*, την αιγυπτιακή ονομ. τής Αιγύπτου, και η μέθοδος αυτή τής επεξεργασίας τών μετάλλων ονομάστηκε έτσι λόγω τού ότι εισήχθη από την Αίγυπτο, ή, σύμφωνα με άλλους μελετητές, λόγω τού μαύρου χρώματος που αποκτούσαν τα μέταλλα με την επεξεργασία και την ανάμιξή τους (για τη σημ. «μαύρος» τού τ. χημία, βλ. λ.). Κατά τη δεύτερη άποψη, η λ. πρέπει να αναχθεί στην οικογένεια τού ρ. χέω και έχει σχηματιστεί είτε από τον τ. χύμα με σημ. «χύσιμο μετάλλων» είτε μέσω τού τ. χυμός* λόγω τής ανάμιξης διαφόρων υγρών. Επί πλέον, η λ. χημεία και οι διάφοροι παρ. τ. εμφανίζουν και γραφές με -υ-, χωρίς να μπορεί να εξακριβωθεί ποιοι πρέπει να θεωρηθούν εγκυρότεροι, γεγονός που δεν διευκολύνει την επιλογή μιας από τις δύο προτάσεις ετυμολόγησης. Επειδή, όμως, η λ. χημεία δεν αναφέρεται μόνο στην επεξεργασία μετάλλων, αλλά περιλαμβάνει γενικότερα μεθόδους ανάμιξης και προετοιμασίας βαφών, αφεψημάτων, χυμών, εκχυλισμάτων κ.ά., οδηγείται κανείς στο συμπέρασμα ότι η λ. χημεία/χυμεία έχει προέλθει, πιθανότατα, από συμφυρμό τών λ. χυμός και Χημία*, ο οποίος διευκολύνθηκε και από την σύμπτωση στην προφορά τών -υ- και -η- με τον ιωτακισμό. Στη Νέα Ελληνική ο τ. επικράτησε με τη γρφ. χημεία και χρησιμοποιήθηκε ως ονομ. τού επιστημονικού κλάδου που μελετά τις ιδιότητες τών ουσιών και τις μεταξύ τους σχέσεις και αλληλεπιδράσεις. Από τη λ. χημεία σχηματίστηκε και ο τ. αλχημεία* και προήλθαν επίσης οι ξεν. ονομ. τού επιστημονικού κλάδου (πρβλ. αγγλ. chemistry, γαλλ. chimie), καθώς και άλλοι επιστημονικοί όροι που έχουν εισαχθεί στην Ελληνική ως αντιδάνειοι (πρβλ. χημειο-θεραπεία < γαλλ. chimiotherapie), βλ. και λ. χημει(ο)-].
Dictionary of Greek. 2013.